- σπερματούχος
- -ον, Μ1. αυτός που έχει σπέρμα2. παραγωγικός, γόνιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερματοῦχος — seed holding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματοῦχον — σπερματοῦχος seed holding masc/fem acc sg σπερματοῦχος seed holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek